- λίβιος
- λίβοςtearsneut gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λίβιος Ανδρόνικος — (Livius Andronicus, 284; – 204 π.Χ.). Ρωμαίος ποιητής, ελληνικής καταγωγής. Υπήρξε ιδρυτής της ρωμαϊκής επικής και δραματικής ποίησης. Καταγόταν από τη νότια Ιταλία και πήγε ως δούλος στη Ρώμη μετά την κατάκτηση του Τάραντα το 272 π.Χ. Ο κύριός… … Dictionary of Greek
Λίβιος, Τίτος — (Titus Livius, Πάντοβα 59 π.Χ. – Ρώμη 17 μ.Χ.). Ρωμαίος ιστορικός. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έλαβε καλή ρητορική μόρφωση. Αφού έγραψε μερικούς διαλόγους, μετά το 27 π.Χ. άρχισε να γράφει στη Ρώμη το μεγάλο ιστορικό του έργο Από… … Dictionary of Greek
Φρουλοβίζιο, Τίτος Λίβιος ο επωνομαζόμενος Τίτος Λίβιος της Φεράρα — (Frulovίsio, Φεράρα περ. 1400 – περ. 1456). Ιταλός ουμανιστής και συγγραφέας. Ήταν μαθητής του Γκουαρίνο και του Χρυσολωρά στη Βενετία. Συνέθεσε 3 διαλόγους (Περί της Δημοκρατίας, 1434) που προμήνυαν τα γραπτά του Μακιαβέλι και 7 κωμωδίες σε πεζό … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Βαλέριος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. Αντίας (Valerius Antias, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος χρονογράφος. Τα Χρονικά του (75 τόμοι) αναφέρονται στην ιστορία της Ρώμης από την κτίση της έως τον θάνατο του Σύλλα. Ο Τίτος Λίβιος και ο Πλούταρχος τον… … Dictionary of Greek
Γυρτών ή Γυρτώνη — Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, η ακριβής θέση της οποίας δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Σύμφωνα με μαρτυρία του Στράβωνα βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Πηνειού, ενώ ο Λίβιος την τοποθετούσε μεταξύ της Φάλαννας και της Ελάτειας. Το θέμα απασχόλησε τους… … Dictionary of Greek
Δρούσος — Επώνυμο ρωμαϊκής οικογένειας πληβείων, που επονομάστηκαν Δ. όταν ένα από τα μέλη της σκότωσε τον Γαλάτη αρχηγό Δρούσο. 1. Μάρκος Λίβιος Δ. (2ος αι. π.Χ.). Πολιτικός. Έγινε δήμαρχος της Ρώμης το 122 π.Χ., μαζί με τον Γάιο Γράκχο. Ήταν όργανο των… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Livius Andronicus — Der Dichter Lucius Livius Andronicus, (gr.: Λεύκιος Λίβιος Ἀνδρόνικος (Leukios Libios Andronikos); † zwischen 207 und 200 v. Chr.) galt im Altertum als Begründer der lateinischen bzw. römischen Literatur. Er stammte aus der griechischen Stadt… … Deutsch Wikipedia